- ἠλασκάζων
- ἠλασκάζωshunpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλασκάζω — ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.) 2. ξεφεύγω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ηλάσκω*] … Dictionary of Greek